τροχιοδείκτης

τροχιοδείκτης
και τροχιοδείχτης, ο, Ν
μηχανισμός που τοποθετείται στη βάση μικρού βλήματος και καθιστά φωτεινή την τροχιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δείκτης / δείχτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”